Επιδεξιότητα ή δεξιοτεχνία ή προσόν που απαιτείται για την εκτέλεση μίας εργασίας ή ορισμένων καθηκόντων.
Παραπομπές Definitions for ability. (n.d.). Retrieved May 6, 2018, from https://www.definitions.net/definition/ability
Learn, support & contribute
Αναζήτηση (εδώ), με βάση το λήμμα του όρου που ψάχνετε...
ή επιλογή κεφαλαίου γράμματος (στην αριστερή στήλη), για εμφάνιση λίστας όρων που αρχίζουν με το γράμμα αυτό...