Νομικός όρος που χρησιμοποιείται από εργοδότες ως κατευθυντήρια αρχή όποτε εγείρουν κάποια μορφή διορθωτικής ή πειθαρχικής ενέργειας κατά εργαζομένων. Ο σοβαρός λόγος προσδιορίζεται εξετάζοντας το εύλογο της πειθαρχικής ενέργειας σύμφωνα με ένα σύνολο κατευθυντήριων αρχών (π.χ. ο εργαζόμενος είχε λάβει επαρκή προειδοποίηση ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά του θα είχε ως συνέπεια πειθαρχικές ενέργειες ή απόλυση· η διοίκηση διενήργησε δίκαιη και αντικειμενική διερεύνηση των γεγονότων πριν την έγερση οποιασδήποτε πειθαρχικής διαδικασίας· κανόνες, εντολές και πειθαρχικές ενέργειες πρέπει να εφαρμόζονται κατά συνεπή και αμερόληπτο τρόπο· η πειθαρχική ενέργεια πρέπει να σχετίζεται εύλογα με τη σοβαρότητα του παραπτώματος και το εργασιακό ιστορικό του εργαζόμενου, κ.λπ.).
Learn, support & contribute

Αναζήτηση (εδώ), με βάση το λήμμα του όρου που ψάχνετε...
ή επιλογή κεφαλαίου γράμματος (στην αριστερή στήλη), για εμφάνιση λίστας όρων που αρχίζουν με το γράμμα αυτό...