Ένα πρόσωπο που έχει τις ικανότητες να εκτελέσει περισσότερες από μία διαφορετικές λειτουργίες.
Παραπομπές
Generalist. (n.d.). In Oxford Dictionaries. Retrieved 20 June 2011, from http://oxforddictionaries.com/definition/generalist.
Learn, support & contribute
Αναζήτηση (εδώ), με βάση το λήμμα του όρου που ψάχνετε...
ή επιλογή κεφαλαίου γράμματος (στην αριστερή στήλη), για εμφάνιση λίστας όρων που αρχίζουν με το γράμμα αυτό...